Του Λάμπρου Χ. Μαργαρίτη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Προέδρου Διαρκούς Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής

“Στο αρχαίο ελληνικό Δίκαιο επιβάλλονταν, εκτός από τις κύριες ποινές, και η «ατιμία», δηλαδή η απώλεια των τιμών του πολίτη, ο οποίος, αν και διαβιούσε στη δική του πατρίδα, ήταν ως να ζούσε σε ξένη χώρα, αφού δεν εδικαιούτο της προστασίας των νόμων, ήτοι: δεν μπορούσε να προσέλθει ως μάρτυρας στα δικαστήρια – δεν γινόταν δεκτός στο στρατό – δεν επιτρεπόταν να εμφανίζεται στην αγορά· και αυτό, γιατί, κατά γενικό αξίωμα, όποιος δεν εκπληρώνει τα από την Πολιτεία ως αναγκαία θεωρηθέντα καθήκοντα, κανένα δικαίωμα δεν μπορούσε να έχει” επισημαίνει ο καθηγητής.

  1. Εισαγωγή

Στα κυρωτικά συστήματα που κατά καιρούς υιοθετήθηκαν από την ποινική μας νομοθεσία θεμελιώδης είναι η διάκριση μεταξύ κύριων και παρεπόμενων ποινών. Σε αντίθεση με τις κύριες ποινές, οι οποίες επιβάλλονται αυτοτελώς, οι παρεπόμενες ποινές στερούνται αυθυπαρξίας, υπό την έννοια ότι δεν νοούνται χωρίς την επιβολή της κύριας ποινής, την οποίαν πάντοτε συνοδεύουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η παρεπόμενη ποινή εξυπηρετεί συμπληρωματικά και επιβοηθητικά την επίτευξη των σκοπών της κύριας ποινής, ουδέποτε όμως υποκαθιστά την τελευταία.

Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αποτελεί τη σημαντικότερη από τις προβλεπόμενες στον ΠΚ παρεπόμενες ποινές. Τα αποτελέσματα της εξειδικεύονται στους ίδιους ΠΚ. Πρόκειται για κατάλοιπο των λεγομένων «ποινών κατά της τιμής» («Ehrenstrafen»), οι οποίες ως συνοδευτικές της κύριας ποινής επεδίωκαν πέραν του ποινικού σωφρονισμού και τον ηθικό στιγματισμό του καταδικασθέντος με το δημόσιο διασυρμό του συγχρόνως με την έκτιση της ποινής.

Η συζήτηση για τη συγκεκριμένη παρεπόμενη ποινή πυροδοτήθηκε το τελευταίο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, μετά την πρόσφατη ετυμηγορία σχετικά με την ενοχή των μελών της Χρυσής Αυγής για σωρεία κακουργηματικών πράξεων, το ενδιαφέρον στον δημόσιο διάλογο εστιάστηκε στο αν θα μπορούσε να αποκλειστεί η πιθανότητα συμμετοχής των καταδικασθέντων στις επόμενες εκλογές. Το πόρισμα εκδόθηκε, όπως συνήθως συμβαίνει στον τόπο μας, γρήγορα και χωρίς αμφιβολίες: Η συμμετοχή τους θα είναι δυνατή, γιατί ο νέος Ποινικός Κώδικας έχει καταργήσει την παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Για το εσφαλμένο ή όχι της θέσεως αυτής θα γίνει λόγος στο τέλος των αναπτύξεών μας, μια και αναγκαίο φαίνεται να προηγηθεί η (έστω σχηματική) διαχρονική παρουσίαση της επίμαχης παρεπόμενης ποινής. Αναλυτικότερα:

  1. Ιστορική αναδρομή
  • Στο αρχαίο ελληνικό Δίκαιο επιβάλλονταν, εκτός από τις κύριες ποινές, και η «ατιμία», δηλαδή η απώλεια των τιμών του πολίτη, ο οποίος, αν και διαβιούσε στη δική του πατρίδα, ήταν ως να ζούσε σε ξένη χώρα, αφού δεν εδικαιούτο της προστασίας των νόμων, ήτοι: δεν μπορούσε να ποσέλθει ως μάρτυρας στα δικαστήρια – δεν γινόταν δεκτός στο στρατό – δεν επιτρεπόταν να εμφανίζεται στην αγορά· και αυτό, γιατί, κατά γενικό αξίωμα, όποιος δεν εκπληρώνει τα από την Πολιτεία ως αναγκαία θεωρηθέντα καθήκοντα, κανένα δικαίωμα δεν μπορούσε να έχει. Διευκρινίζεται ότι η «ατιμία» διακρινόταν σε γενική ή διηνεκή (= όπου ο ατιμασθείς στερούνταν όλων των πολιτικών του δικαιωμάτων, κάτι το οποίο συνέβαινε επί ενόχων δωροδοκίας και συκοφαντίας) και σε μερική (: όπου ο ατιμασθείς στερούνταν μέρους των πολιτικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα να εκφράζει γνώμη στη Βουλή και στην εκκλησία του Δήμου). Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ο Πλάτων είχε ταχθεί υπέρ της καταργήσεως όχι μόνον της γενικής δημεύσεως, αλλά και της ατιμίας, τονίζοντας στους Νόμους (: 855 c) ότι κανένας για κανένα έγκλημα δεν μπορεί να υποστεί ποτέ ολοκληρωτική ατίμωση, ούτε ο καταδικαζόμενος σε εξορία (: «άτιμον δε παντάπασι μηδένα είναι μηδέποτε μηδ’ εφ’ ενί των αμαρτημάτων, μηδ’ υπερόριον φυγάδα»).
  • Στη ρωμαϊκή επίσης, νομοθεσία προβλεπόταν από τους αρχαιότερους χρόνους η «infamia», η οποία είχε ως συνέπεια τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (: στέρηση τιμής – αξιώματος – ψήφου – honores – suffragium) του καταδικασθέντα σε δημόσιο δικαστήριο (: in publico judicio) ή για ένα ιδιωτικό έγκλημα ρητά προσδιορισμένο (: κλοπή – ληστεία – εξύβριση – απάτη). Η «infamia» ήταν νοητή και επί απώλειας πολιτικής δίκης με ιστορική βάση πράξεις προσβάλλουσες την μεταξύ των δύο φύλων σχέση (όπως: παραβίαση του πενθίμου ενιαυτού – διγαμία – σύγχρονη μνηστεία – πορνεία).
  • Στις νομοθεσίες του Μεσαίωνα (: και των αμέσως επόμενων χρόνων) και στο Κανονικό Δίκαιο ανευρίσκονται ατιμωτικές ποινές, επιβαλλόμενες μόνες ή σε συνδυασμό με άλλες. Τέτοιες ποινές ήταν η ατιμωτική ενταφίαση – η αποκοπή της κόμης – η διαπόμπευση.
  1. Ποινικός Νόμος

Οι παραπάνω (ατιμωτικές) ποινές απαλείφθηκαν, ως άγουσες σε ηθική εκμηδένιση του καταδίκου και μη εκπληρούσες κανέναν από τους σκοπούς της ποινής, από τις νεότερες νομοθεσίες· παρέμειναν μόνον οι στερήσεις διαφόρων δικαιωμάτων και τιμητικών διακρίσεων, οι οποίες επιβάλλονταν για αξιόποινες πράξεις τιμωρούμενες με ποινές εγκληματικές, κάποτε δε και επανορθωτικές.

Ο Ποινικός Νόμος του Μάουρερ (: 1834) προέβλεπε τρία είδη παρεπόμενων ποινών, ήτοι: την αποστέρηση του καταδίκου από τα αναφερόμενα στα άρθρα 21-23 δικαιώματα – τη νόμιμη απαγόρευση (: άρθρο 25) και τη δημοσίευση της καταδικαστικής αποφάσεως (: άρθρα 28-29). Ειδικότερα, και κατά την αναφορά της εδώ ερευνώμενης παρεπόμενης ποινής της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, τα άρθρα 21-23 ΠΝ όριζαν:

Το άρθρο 21 ΠΝ όριζε:

«Ο διά τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως εις εγκληματικήν ποινήν καταδικασθείς στερείται, κατά συνέπειαν της καταδίκης ταύτης: 1) πάσης δημοσίας, ή εκκλησιαστικής ή δημοτικής υπηρεσίας και θέσεως, ομού με όλα τα εξαρτώμενα εντεύθεν δικαιώματα και πλεονεκτήματα· 2) όλων των αξιωμάτων, επιτίμων θέσεων, και διακριτικών σημείων· 3) της τιμής του να ήναι μέλος νομαρχιακού τινος, επαρχιακού, ή δημοτικού συμβουλίου, ή άλλης τινός συνελεύσεως, συγκαλουμένης παρά της κυβερνήσεως διά πολιτικάς υποθέσεις, και του να διορίζηται ορκωτός κριτής·

  4) της ικανότητος του να γενή μέτοχος τοιούτων αρχών, υπηρεσιών, πλεονεκτημάτων και τιμών».

Το άρθρο 22 ΠΝ όριζε:

«Το αυτό αποτέλεσμα συνοδεύει και την εις επανορθωτικήν ποινήν καταδίκην ένεκα κοπής, υπεξαιρέσεως, απάτης, παραποιήσεως, ψευδούς διά χειραψίας υποσχέσεως ενώπιον του δικαστηρίου, ψευδορκίας, ψευδούς καταμηνύσεως ή συκοφαντίας και τέλος ένεκα πλημμελημάτων αφορώντων τα νομίσματα ή προσβαλλόντων τα ήθη».

Το άρθρο 23 ΠΝ όριζε:

«Η εις την εγκληματικήν ποινήν καταδίκη συνεπάγεται προσέτι μεθ’ εαυτής και την διά βίου στέρησιν των ακολούθων δικαιωμάτων, ως και την ανικανότητα εις απόκτησιν αυτών: 1) της ικανότητος του υπηρετείν εις το στράτευμα της ξηράς, εις το ναυτικόν και εις την εθνοφρουράν· 2) του δικαιώματος της οπλοφορίας και της χρήσεως του εθνοσήμου· 3) του δικαιώματος της ψηφοφορίας εις όλας τας πολιτικάς σχέσεις· 4) του δικαιώματος του να εκπληροί έργα πραγματογνώμονος εις δικαστικήν τινα υπόθεσιν ή να καλήται ως μάρτυς προς βεβαίωσιν συμβολαίων· 5) της ικανότητος του να είναι επίτροπος ή κηδεμών, εκτός μόνον επί των ιδίων τέκνων, και τούτο κατά πρότασιν του συγγενικού συμβουλίου· 7) του δικαιώματος του ψηφοφορείν εις τας συζητήσεις του συγγενικού συμβουλίου.

  — Η πρόσκαιρος στέρησις των δικαιωμάτων τούτων, ως συνέπεια της ποινής τινός πλημμελήματος, ισχύει μόνον ως προς τα πλημμελήματα, περί ων διέλαβε το προηγούμενον 22 άρθρον. – Η δε διάρκεια της ρητώς παρά του δικαστηρίου εις την ποινικήν απόφασιν διαταττομένη, δεν δύναται να είναι βραχυτέρα των εξ μηνών, ουδέ να υπερβαίνη τα έξ έτη».

  1. Προϊσχύσας ΠΚ/1951
  • Στην Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΠΚ 1924/1929 τονίζονταν για το θέμα τα εξής: «Αι ποιναί κατά της τιμής καίτοι απέβαλον τον χαρακτήρα και την σημασίαν ην είχον εν τω αρχαιοτέρω δικαίω ως αυτοτελείς ποιναί επαγόμεναι την ηθικήν εκμηδένισν του καταδίκου, παραμένουσιν ουχ ήττον και εν πάσαις ταις νεωτέραις νομοθεσίαις, περιορισθείσαι εις την αποστέρησιν του εγκληματίου αφ’ ωρισμένων δικαιωμάτων, ιδίως δ’ εκ του δημοσίου δικαίου πηγαζόντων, και προσηκόντων παντί πολίτη, πολιτικών δικαιωμάτων καλουμένων (droits civiques, Burgerliche Rechte). Αύτη δε επιβάλλεται ουχί ως κυρία ποινή αλλ’ ως συνέπεια άλλων ποινών (παρεπομένη ποινή).

Εν τω ισχύοντι ποινικώ νόμω τρία αναγράφονται είδη τοιούτων ποινών: α) η αποστέρησις του καταδίκου από των εν άρθροις 21-23 αναφερομένων δικαιωμάτων, β΄) η νόμιμος απαγόρευσις (άρθρ. 25) και γ΄) η δημοσίευσις της καταδικαστικής αποφάσεως (άρθρ. 28-29).

Περί της χρησιμότητος της πρώτης ουδεμία δύναται να γεννηθή αμφισβήτησις. Καθόσον ο διαπράξας έγκλημα, ούτινος αυτή και μόνη η τέλεσις άνευ της παρεμβάσεως του νόμου επιφέρει την απώλειαν ή την μείωσιν της τιμής, τουτέστι της εν τη κοινωνία εκτιμήσεως αυτού, δεν είνε δυνατόν να κρίνηται άξιος διά την εκπλήρωσιν δημοσίων λειτουργιών και την ενάσκησιν δικαιωμάτων, ήτις αναγκαίον έχει προϋπόθεσιν την ακεραίαν υπόληψιν του δικαιουμένου».

  • Με βάση τις παραπάνω σκέψεις διαμορφώθηκαν τα (ισχύοντα μέχρι την έναρξη εφαρμογής του νέου ΠΚ) άρθρα 59-66 του προϊσχύσαντα ΠΚ/1951, που οριοθετούσαν για την παρεπόμενη ποινή της αποστερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων το ακόλουθο κανονιστικό πλαίσιο:

«Άρθρο 59. — Αυτοδίκαιη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. 1. Η καταδίκη σε θανατική ποινή ή σε ισόβια κάθειρξη συνεπάγεται αυτοδικαίως τη διαρκή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασμένου. 

  1. Η καταδίκη σε κάθειρξη αόριστης διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 90 και επ. συνεπάγεται αυτοδικαίως τη δεκαετή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. 

Άρθρο 60. — Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε πρόσκαιρη κάθειρξη. Στις καταδίκες σε πρόσκαιρη κάθειρξη επιβάλλεται και πρόσκαιρη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για δύο έως δέκα έτη.

Άρθρο 61. — Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση. Όταν ο δράστης καταδικάζεται σε φυλάκιση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπει ειδικά ο νόμος, επιβάλλεται και αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για ένα έως πέντε έτη, αν: α) η ποινή που επιβλήθηκε είναι τουλάχιστον ενός έτους και β) η πράξη που έχει τελεσθεί, φανερώνει από τα αίτια, το είδος, τον τρόπο εκτέλεσής της και όλες τις άλλες περιστάσεις ηθική διαστροφή του χαρακτήρα του δράστη ή συντρέχει περίπτωση του άρθρου 81Α ΠΚ.

Άρθρο 62. — Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα. Όταν ο δράστης καταδικάζεται σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα βάσει του άρθρου 38, αν η πράξη είναι κακούργημα, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 60· αν η πράξη είναι πλημμέλημα, οι διατάξεις των άρθρων 61 και 64. 

Άρθρο 63. — Αποτέλεσμα της αποστέρησης. Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων έχει ως συνέπεια ότι εκείνος που καταδικάστηκε: 1) χάνει οριστικά τα αιρετά δημόσια, δημοτικά ή κοινοτικά αξιώματά του, τις δημόσιες, δημοτικές ή κοινοτικές θέσεις που κατείχε, κάθε βαθμό του στο στρατό, την ιδιότητα του δικηγόρου, καθώς επίσης και τις επίτιμες θέσεις και τα παράσημα· 2) δεν μπορεί να αποκτήσει τα παραπάνω, είτε διαρκώς, στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 59, είτε κατά το χρόνο που ορίζει ο νόμος ή η απόφαση, στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 59 και στις περιπτώσεις των άρθρων 60, 61 και 62· 3) δεν μπορεί, κατά τη διάκριση του προηγούμενου αριθμού: α) να ψηφίζει και να εκλέγεται στις πολιτικές, δημοτικές ή κοινοτικές εκλογές· β) να αποτελεί μέλος των ορκωτών δικαστηρίων και να διορίζεται πραγματογνώμονας από οποιαδήποτε δημόσια αρχή.

Άρθρο 64. — Μερική αποστέρηση σε περίπτωση φυλάκισης. Σε περίπτωση φυλάκισης το δικαστήριο μπορεί εφόσον υπάρχουν οι όροι του άρθρου 61, να επιβάλει μερική αποστέρηση ορισμένων από τα δικαιώματα που αναφέρονται στο άρθρο 63, αν από το είδος της πράξης και τις λοιπές περιστάσεις αποκλείεται το ενδεχόμενο να γίνει κατάχρηση των δικαιωμάτων που διατηρούνται. 

Άρθρο 65. — Υπολογισμός του χρόνου της αποστέρησης. 1. Το αποτέλεσμα της ολικής ή μερικής αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων αρχίζει μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη· η διάρκειά της υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία συμπληρώθηκε η έκτιση ή παραγράφηκε ή χαρίστηκε η στερητική της ελευθερίας ποινή, μαζί με την οποία είχε επιβληθεί η αποστέρηση. 

  1. Στην περίπτωση του άρθρου 105 παρ. 1 και 2, η διάρκεια υπολογίζεται από την επόμενη της προσωρινής απόλυσης από τις φυλακές. στις περιπτώσεις των άρθρων 71 και 72 από την επόμενη της απόλυσης του καταδίκου από το κατάστημα στο οποίο βρισκόταν. 

Άρθρο 66. — Αποκατάσταση. 1. Όποιος αποστερήθηκε τα πολιτικά δικαιώματα κατά τα άρθρα 59-65 μπορεί με αίτησή του να αποκατασταθεί σ’ αυτά από το δικαστήριο. Η αποκατάσταση, όταν η καταδίκη αφορά κάθειρξη ή θανατική ποινή που μετατράπηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας, μπορεί να γίνει μετά πέντε έτη· όταν αφορά φυλάκιση, μετά τρία έτη από τότε που εκτίθηκε, χαρίστηκε ή παραγράφηκε η ποινή ή, στις περιπτώσεις των άρθρων 71 και 72, από τότε που εκτίθηκε ή παραγράφηκε το μέτρο ασφάλειας. Για να χορηγηθεί η αποκατάσταση πρέπει να βεβαιωθεί ότι στο διάστημα αυτό ο αιτών έζησε έντιμη ζωή και εκπλήρωσε όσο μπορούσε τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από το έγκλημα και βεβαιώθηκαν δικαστικά. Αν η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων που προβλέπει το άρθρο 11 παρ. 1 επιβλήθηκε μετά την έκτιση ή την άφεση λόγω χάρης ή την παραγραφή της ποινής, η αποκατάσταση μπορεί να γίνει μετά τρία έτη από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η απόφαση του πλημμελειοδικείου η οποία είχε απαγγείλει την αποστέρηση. 

  1. Στην περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα η αποκατάσταση που προβλέπει η παρ. 1 μπορεί να χορηγηθεί μετά πέντε έτη, αν η πράξη είναι κακούργημα και μετά τρία έτη αν η πράξη είναι πλημμέλημα. 
  2. Αν η αίτηση για αποκατάσταση απορριφθεί, δεν μπορεί να επαναληφθεί πριν περάσουν δύο έτη.
  3. Η διαδικασία με την οποία χορηγείται η αποκατάσταση ρυθμίζεται στην ποινική δικονομία».
  • Το ως άνω κανονιστικό πλαίσιο εφαρμόσθηκε, καθόλη τη διάρκεια της ισχύος του, ακώλυτα από τη νομολογία των ποινικών μας δικαστηρίων. Στη θεωρία, πάντως, είδαν το φως της δημοσιότητας και απόψεις που δεν συμφωνούσαν με τη διατήρηση της εν λόγω ποινής. Έτσι: ο Γαρδίκας υποστήριζε (από το έτος 1958) ότι: «Η αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων συχνάκις παρακωλύει την αποκατάστασιν του καταδικασθέντος, ενίοτε μάλιστα καταστρέφει την επιτευχθείσαν αποκατάστασιν. Πρέπει να μεταρρυθμίσωμεν την αποστέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων εις μέτρον ασφαλείας. Η επιβολή τοιούτου μέτρου ουδέποτε θα είναι υποχρεωτική εις τον δικαστήν ουδέ θα έχη ως σκοπόν να επιτείνη την τιμωρίαν του τελεσθέντος εγκλήματος. Ο δικαστής θα διατάξη αυτήν, αν κατά τους όρους εκάστης περιπτώσεως και την προσωπικότητα του εγκληματήσαντος κρίνη ότι η ενάσκησις δικαιώματός τινος ή δικαιωμάτων τινών υπό του εκτίσαντος την κυρίαν ποινήν είναι επικίνδυνος εις την κοινωνίαν …». Εξάλλου, ήδη από το έτος 1978 ο Κατσαντώνης έγραφε (παραπέμποντας σε Γερμανούς ποινικολόγους που υποστήριζαν τις ίδιες θέσεις), ότι «η αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων, πλήττουσα δυσαναλόγως τον έχοντα ήδη εκτίσει την ποινήν αυτού δράστην και ουδένα δυναμένη να πραγματώση προληπτικόν σκοπόν, συνιστά εκφυλισμένην μορφήν ποινής, δι’ ο και ουδεμίαν έχει αύτη θέσιν εις ένα σύγχρονον Ποινικόν Κώδικα. Ορθώς ημφεσβητήθη η αξία της ποινής ταύτης και ετέθη ζήτημα καταργήσεώς της ήδη από της Αναγεννήσεως».
  1. Ο νέος ΠΚ/2019
  • Με το νέο ΠΚ (Ν 4619/2019) καταργήθηκε από τις παρεπόμενες ποινές η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και παραμένει η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων. Ειδικότερα, το άρθρο 60 του νέου ΠΚ ορίζει ότι:

«Άρθρο 60. – Αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων. 1. Αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει αποστέρηση της δημόσιας θέσης ή του δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος που κατέχει, εφόσον η πράξη του συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του.

  1. Η αποστέρηση επέρχεται μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη».
  • Στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ και δη στα άρθρα 59 και 60 τονίζονται τα εξής:

«Ως παρεπόμενες ποινές ορίζονται στο άρθρο 59 η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων, η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, η αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου, η δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης και η δήμευση. Η ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων καταργείται, γιατί κρίθηκε πλέον ως παρωχημένη. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το δικαίωμα του εκλέγειν στις βουλευτικές εκλογές το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στην εκλογική νομοθεσία και η καταδίκη για τα ίδια αυτά εγκλήματα αποτελεί ταυτόχρονα κώλυμα εκλογιμότητας, σύμφωνα με το άρθρο 55 Συντάγματος. Ανάλογα ισχύουν και για τη συμμετοχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές ή για την άσκηση οποιουδήποτε άλλου πολιτικού δικαιώματος. Παρέλκει επομένως οποιαδήποτε άλλη σχετική πρόβλεψη. – Η διάταξη του άρθρου 60 αναφέρεται στην αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων, η οποία προβλέπεται ως παρεπόμενη ποινή μόνο για τα κακουργήματα και μόνο όταν το δικαστήριο έχει επιβάλει γι’ αυτά την ποινή της κάθειρξης. Ο περιορισμός αυτός οφείλεται στο γεγονός ότι οι συνέπειες της παρεπόμενης ποινής είναι ιδιαίτερα σοβαρές για τον καταδικασθέντα και φυσικά μόνιμες, καθώς χάνει οριστικά τη θέση που κατείχε είτε πρόκειται για δημόσια θέση είτε για δημόσιο ή αυτοδιοικητικό αξίωμα είτε τέλος για την ιδιότητα του δικηγόρου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο προβλέπεται ως επιπλέον προϋπόθεση για την επιβολή της συγκεκριμένης ποινής το να συνιστά η πράξη βαριά παράβαση των καθηκόντων του υπαιτίου, ενώ προβλέπεται ακόμη ότι η αποστέρηση αρχίζει μόνο όταν η απόφαση γίνει αμετάκλητη».

  • Εκείνο, πάντως, που πρέπει να τονιστεί είναι, με ό,τι τούτα σημαίνουν, από τη μια η δυνητικότητα της επιβολής της ποινής, από την άλλη η αναγωγή σε προϋπόθεση το να συνιστά η πράξη βαριά παράβαση των καθηκόντων του δράστη και εκ τρίτου ο περιορισμός των αποδεκτών της στους κατόχους δημόσιων θέσεων ή δημόσιων ή αυτοδιοικητικών αξιωμάτων.
  1. Αποτίμηση νέου καθεστώτος

Μια πρώτη (αντιπαραθετική προς το προϊσχύσαν) επαφή με το νέο καθεστώς, επιτρέπει τη διατύπωση των ακόλουθων, βάσιμων κατά την εκτίμησή μας, παρατηρήσεων:

  • Η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν τω όντι απαρχαιωμένη και σωστά ως τέτοια καταργήθηκε, πράγμα άλλωστε που έκαναν ξένες νομοθεσίες, υιοθετούσαν τα προηγούμενα ΣχΠΚ και υποδείκνυε μέρος της επιστήμης. Την κατάργηση επέβαλε και η διαπίστωση ότι κάποιες από τις συνέπειές της λειτουργούν, όντας δυσανάλογο πλήγμα, ανασχετικά στην πορεία επανακοινωνικοποιήσεως του καταδικασθέντος.
  • Η αναγωγή σε υποκατάστατη παρεπόμενη ποινή ενός μόνον από τα επακόλουθα της παλαιάς αποστερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων, δηλαδή της στερήσεως δημόσιων θέσεων ή αξιωμάτων δημόσιων ή αυτοδιοικητικών, φαίνεται εκτεθειμένη στην αντίρρηση να θεωρηθεί επιλογή υπερβαλλόντως στενή και περιορισμένη, προεχόντως γιατί αφήνει έξω αφενός μεν την αδυναμία αποκτήσεώς τους και ασκήσεως του εκλογικού δικαιώματος αφετέρου δε τη δυνατότητα καταφάσεως κωλύματος εκλογιμότητας. Ωστόσο, μια τέτοια αντίρρηση δεν θα ήταν βάσιμη. Ο Ποινικός Κώδικας όρισε ως παρεπόμενη ποινή τη στέρηση των κατεχόμενων θέσεων και αξιωμάτων και η επιλογή αυτή και θεμιτή είναι στα πλαίσια της κανονιστικής ευχέρειας του κοινού νομοθέτη και συμβατή εμφανίζεται με τη φύση, τον προορισμό και τις επιδιώξεις της ποινής – κύριας ή παρεπόμενης. Οι λοιπές συνέπειες της πάλαι ποτέ στερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων (= αδυναμία αποκτήσεως θέσεων και αξιωμάτων ή ασκήσεως κάποιων δικαιωμάτων) απλώς δεν αξιολογήθηκαν, και ορθά, ως παρεπόμενες ποινές, αποδεσμευθείσας έτσι της επελεύσεώς τους από τους περιορισμούς της ποινής. Η ποινική καταδίκη διαμορφώνει για τον καταδικασθέντα ένα (νομικό και κοινωνικό) status, το οποίο αφέθηκε να εκτιμηθεί από τον ειδικό νομοθέτη, σε όποιες περιοχές ύλης κριθεί αναγκαίο, με την εισαγωγή κωλυμάτων καταλήψεως θέσεων ή αδυναμίας ασκήσεως δικαιωμάτων.
  • Η αμέσως παραπάνω προσέγγιση του νέου Ποινικού Κώδικα δυσχερώς μπορεί να επικριθεί, αφού: εξορθολογίζει το σύστημα των παρεπόμενων ποινών – περιορίζει την έκταση των τελευταίων σε όρια συμβατά με την αρχή της αναλογικότητας – μεταθέτει στο φυσικό του χώρο το ζήτημα της (συνολικής) αξιολογήσεως του status που η ποινική καταδίκη διαμορφώνει – η αρνητική αξιολόγηση του ειδικού νομοθέτη δεν δημιουργεί προβλήματα αρμονίας προς αυξημένης τυπικής ισχύος ρυθμίσεις όσο μια τέτοιου είδους αξιολόγηση αποτυπώνεται όχι ως ποινή (: κύρια ή παρεπόμενη) αλλά ως κώλυμα ή αδυναμία. Εκείνο που απομένει είναι η εγρήγορση του ειδικού νομοθέτη να καλύψει, όπου χρειάζεται, κανονιστικά τυχόν ρυθμιστικά κενά.
  • Τούτο το δογματικό σχήμα, αποτέλεσμα (και) ρητά εκφρασμένης εκτιμήσεως για αντιμετώπιση των λοιπών ζητημάτων με αντίστοιχες διατάξεις των οικείων ενδίκων νόμων, εγείρει δύο, χρήζουσες διευκρίνιση, επιφυλάξεις, ήτοι ότι: υποεκτιμά από τη μια τον παιδαγωγικό χαρακτήρα και την κανονιστική ασφάλεια που η γενικής υφής ρύθμιση εξασφαλίζει και από την άλλη το όχι απολύτως ευκρινές νόημα που εκπέμπεται από τη μεταβατική πρόβλεψη του άρθρου 465 παρ. 3 του ΠΚ. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες επιφυλάξεις δεν φαίνεται πως αποτελούν ανασχετικούς της γενόμενης επιλογής παράγοντες. Και αυτό, επειδή: Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας ενός κανονιστικού πλαισίου είναι υποταγμένος στη φύση και την ιδιορρυθμία της ρυθμιζόμενης ύλης, ενώ η κανονιστική ασφάλεια ούτε με την κανονιστική «ραθυμία» ταυτίζεται ούτε τους κανόνες της ορθής νομοθέτησης μπορεί να θυσιάζει. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι την ανασφάλεια δικαίου και τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών στο Δίκαιο δημιουργούν οι κακότεχνοι ποινικοί νόμοι και όχι οι νόμοι που προδίδουν ότι ο οικείος νομοθέτης έχει συλλάβει επακριβώς το περιεχόμενο και τα όρια του αντικειμένου της τυποποιήσεως.

Εξάλλου, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 463 παρ. 5 του νέου ΠΚ – ορίζοντας ότι «από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα καταργούνται όλες οι διατάξεις που περιέχονται σε ειδικούς νόμους με τις οποίες καθορίζονται παρεπόμενες ποινές ή άλλες συνέπειες που καταργούνται με αυτόν» – δεν μπορεί παρά να σημαίνει, κατά την αναφορά του εδώ ερευνώμενου προβλήματος, την κατάργηση των διατάξεων ειδικών (οποιουδήποτε περιεχομένου) νόμων που προέβλεπαν, ως παρεπόμενη ποινή ή κώλυμα, την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (ή άλλων συνεπειών).

  • Οι, πέρα από το άρθρο 60 ΠΚ, περιεχόμενες στο Ειδικό Μέρος του ΠΚ ειδικές προβλέψεις δικαιολογούνται από τον εξαιρετικό τους χαρακτήρα και τη συμβολική τους λειτουργία. Αναγκαία, πάντως, παρουσιάζεται σε τούτη την περιοχή η προσεκτική έρευνα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν έμειναν, και μάλιστα κατά παράβαση των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, έξω από τις εξαιρετικές προβλέψεις ζητήματα που έπρεπε να έχουν συμπεριληφθεί σ’ αυτές.
  • Τελευταία και πιο επίκαιρη παρατήρηση: Τα καταδικασθέντα με ποινή καθείρξεως μέλη της Χρυσής Αυγής δεν θα είχαν με την εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση κώλυμα εκλογιμότητας ούτε με τον παλαιό ούτε με το νέο Κώδικα· και αυτό γιατί και οι δύο Κώδικες την οποιαδήποτε συνέπεια της ποινικής καταδίκης την τοποθετούν στο αμετάκλητο της αποφάσεως. Με το αμετάκλητο της αποφάσεως με τον παλαιό Κώδικα θα υπήρχε κώλυμα εκλογιμότητας, ενώ με το νέο Κώδικα όχι αφού ο τελευταίος άφησε το θέμα για ρύθμιση στον αντίστοιχο εκλογικό νόμο – ρύθμιση που οφείλει να συντελεστεί μέχρις ότου η απόφαση καταστεί αμετάκλητη.
  1. Εισαγωγή

Στα κυρωτικά συστήματα που κατά καιρούς υιοθετήθηκαν από την ποινική μας νομοθεσία θεμελιώδης είναι η διάκριση μεταξύ κύριων και παρεπόμενων ποινών. Σε αντίθεση με τις κύριες ποινές, οι οποίες επιβάλλονται αυτοτελώς, οι παρεπόμενες ποινές στερούνται αυθυπαρξίας, υπό την έννοια ότι δεν νοούνται χωρίς την επιβολή της κύριας ποινής, την οποίαν πάντοτε συνοδεύουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η παρεπόμενη ποινή εξυπηρετεί συμπληρωματικά και επιβοηθητικά την επίτευξη των σκοπών της κύριας ποινής, ουδέποτε όμως υποκαθιστά την τελευταία.

Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αποτελεί τη σημαντικότερη από τις προβλεπόμενες στον ΠΚ παρεπόμενες ποινές. Τα αποτελέσματα της εξειδικεύονται στους ίδιους ΠΚ. Πρόκειται για κατάλοιπο των λεγομένων «ποινών κατά της τιμής» («Ehrenstrafen»), οι οποίες ως συνοδευτικές της κύριας ποινής επεδίωκαν πέραν του ποινικού σωφρονισμού και τον ηθικό στιγματισμό του καταδικασθέντος με το δημόσιο διασυρμό του συγχρόνως με την έκτιση της ποινής.

Η συζήτηση για τη συγκεκριμένη παρεπόμενη ποινή πυροδοτήθηκε το τελευταίο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, μετά την πρόσφατη ετυμηγορία σχετικά με την ενοχή των μελών της Χρυσής Αυγής για σωρεία κακουργηματικών πράξεων, το ενδιαφέρον στον δημόσιο διάλογο εστιάστηκε στο αν θα μπορούσε να αποκλειστεί η πιθανότητα συμμετοχής των καταδικασθέντων στις επόμενες εκλογές. Το πόρισμα εκδόθηκε, όπως συνήθως συμβαίνει στον τόπο μας, γρήγορα και χωρίς αμφιβολίες: Η συμμετοχή τους θα είναι δυνατή, γιατί ο νέος Ποινικός Κώδικας έχει καταργήσει την παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Για το εσφαλμένο ή όχι της θέσεως αυτής θα γίνει λόγος στο τέλος των αναπτύξεών μας, μια και αναγκαίο φαίνεται να προηγηθεί η (έστω σχηματική) διαχρονική παρουσίαση της επίμαχης παρεπόμενης ποινής. Αναλυτικότερα:

  1. Ιστορική αναδρομή
  • Στο αρχαίο ελληνικό Δίκαιο επιβάλλονταν, εκτός από τις κύριες ποινές, και η «ατιμία», δηλαδή η απώλεια των τιμών του πολίτη, ο οποίος, αν και διαβιούσε στη δική του πατρίδα, ήταν ως να ζούσε σε ξένη χώρα, αφού δεν εδικαιούτο της προστασίας των νόμων, ήτοι: δεν μπορούσε να ποσέλθει ως μάρτυρας στα δικαστήρια – δεν γινόταν δεκτός στο στρατό – δεν επιτρεπόταν να εμφανίζεται στην αγορά· και αυτό, γιατί, κατά γενικό αξίωμα, όποιος δεν εκπληρώνει τα από την Πολιτεία ως αναγκαία θεωρηθέντα καθήκοντα, κανένα δικαίωμα δεν μπορούσε να έχει. Διευκρινίζεται ότι η «ατιμία» διακρινόταν σε γενική ή διηνεκή (= όπου ο ατιμασθείς στερούνταν όλων των πολιτικών του δικαιωμάτων, κάτι το οποίο συνέβαινε επί ενόχων δωροδοκίας και συκοφαντίας) και σε μερική (: όπου ο ατιμασθείς στερούνταν μέρους των πολιτικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα να εκφράζει γνώμη στη Βουλή και στην εκκλησία του Δήμου). Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ο Πλάτων είχε ταχθεί υπέρ της καταργήσεως όχι μόνον της γενικής δημεύσεως, αλλά και της ατιμίας, τονίζοντας στους Νόμους (: 855 c) ότι κανένας για κανένα έγκλημα δεν μπορεί να υποστεί ποτέ ολοκληρωτική ατίμωση, ούτε ο καταδικαζόμενος σε εξορία (: «άτιμον δε παντάπασι μηδένα είναι μηδέποτε μηδ’ εφ’ ενί των αμαρτημάτων, μηδ’ υπερόριον φυγάδα»).
  • Στη ρωμαϊκή επίσης, νομοθεσία προβλεπόταν από τους αρχαιότερους χρόνους η «infamia», η οποία είχε ως συνέπεια τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (: στέρηση τιμής – αξιώματος – ψήφου – honores – suffragium) του καταδικασθέντα σε δημόσιο δικαστήριο (: in publico judicio) ή για ένα ιδιωτικό έγκλημα ρητά προσδιορισμένο (: κλοπή – ληστεία – εξύβριση – απάτη). Η «infamia» ήταν νοητή και επί απώλειας πολιτικής δίκης με ιστορική βάση πράξεις προσβάλλουσες την μεταξύ των δύο φύλων σχέση (όπως: παραβίαση του πενθίμου ενιαυτού – διγαμία – σύγχρονη μνηστεία – πορνεία).
  • Στις νομοθεσίες του Μεσαίωνα (: και των αμέσως επόμενων χρόνων) και στο Κανονικό Δίκαιο ανευρίσκονται ατιμωτικές ποινές, επιβαλλόμενες μόνες ή σε συνδυασμό με άλλες. Τέτοιες ποινές ήταν η ατιμωτική ενταφίαση – η αποκοπή της κόμης – η διαπόμπευση.
  1. Ποινικός Νόμος

Οι παραπάνω (ατιμωτικές) ποινές απαλείφθηκαν, ως άγουσες σε ηθική εκμηδένιση του καταδίκου και μη εκπληρούσες κανέναν από τους σκοπούς της ποινής, από τις νεότερες νομοθεσίες· παρέμειναν μόνον οι στερήσεις διαφόρων δικαιωμάτων και τιμητικών διακρίσεων, οι οποίες επιβάλλονταν για αξιόποινες πράξεις τιμωρούμενες με ποινές εγκληματικές, κάποτε δε και επανορθωτικές.

Ο Ποινικός Νόμος του Μάουρερ (: 1834) προέβλεπε τρία είδη παρεπόμενων ποινών, ήτοι: την αποστέρηση του καταδίκου από τα αναφερόμενα στα άρθρα 21-23 δικαιώματα – τη νόμιμη απαγόρευση (: άρθρο 25) και τη δημοσίευση της καταδικαστικής αποφάσεως (: άρθρα 28-29). Ειδικότερα, και κατά την αναφορά της εδώ ερευνώμενης παρεπόμενης ποινής της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, τα άρθρα 21-23 ΠΝ όριζαν:

Το άρθρο 21 ΠΝ όριζε:

«Ο διά τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως εις εγκληματικήν ποινήν καταδικασθείς στερείται, κατά συνέπειαν της καταδίκης ταύτης: 1) πάσης δημοσίας, ή εκκλησιαστικής ή δημοτικής υπηρεσίας και θέσεως, ομού με όλα τα εξαρτώμενα εντεύθεν δικαιώματα και πλεονεκτήματα· 2) όλων των αξιωμάτων, επιτίμων θέσεων, και διακριτικών σημείων· 3) της τιμής του να ήναι μέλος νομαρχιακού τινος, επαρχιακού, ή δημοτικού συμβουλίου, ή άλλης τινός συνελεύσεως, συγκαλουμένης παρά της κυβερνήσεως διά πολιτικάς υποθέσεις, και του να διορίζηται ορκωτός κριτής·

  4) της ικανότητος του να γενή μέτοχος τοιούτων αρχών, υπηρεσιών, πλεονεκτημάτων και τιμών».

Το άρθρο 22 ΠΝ όριζε:

«Το αυτό αποτέλεσμα συνοδεύει και την εις επανορθωτικήν ποινήν καταδίκην ένεκα κοπής, υπεξαιρέσεως, απάτης, παραποιήσεως, ψευδούς διά χειραψίας υποσχέσεως ενώπιον του δικαστηρίου, ψευδορκίας, ψευδούς καταμηνύσεως ή συκοφαντίας και τέλος ένεκα πλημμελημάτων αφορώντων τα νομίσματα ή προσβαλλόντων τα ήθη».

Το άρθρο 23 ΠΝ όριζε:

«Η εις την εγκληματικήν ποινήν καταδίκη συνεπάγεται προσέτι μεθ’ εαυτής και την διά βίου στέρησιν των ακολούθων δικαιωμάτων, ως και την ανικανότητα εις απόκτησιν αυτών: 1) της ικανότητος του υπηρετείν εις το στράτευμα της ξηράς, εις το ναυτικόν και εις την εθνοφρουράν· 2) του δικαιώματος της οπλοφορίας και της χρήσεως του εθνοσήμου· 3) του δικαιώματος της ψηφοφορίας εις όλας τας πολιτικάς σχέσεις· 4) του δικαιώματος του να εκπληροί έργα πραγματογνώμονος εις δικαστικήν τινα υπόθεσιν ή να καλήται ως μάρτυς προς βεβαίωσιν συμβολαίων· 5) της ικανότητος του να είναι επίτροπος ή κηδεμών, εκτός μόνον επί των ιδίων τέκνων, και τούτο κατά πρότασιν του συγγενικού συμβουλίου· 7) του δικαιώματος του ψηφοφορείν εις τας συζητήσεις του συγγενικού συμβουλίου.

  — Η πρόσκαιρος στέρησις των δικαιωμάτων τούτων, ως συνέπεια της ποινής τινός πλημμελήματος, ισχύει μόνον ως προς τα πλημμελήματα, περί ων διέλαβε το προηγούμενον 22 άρθρον. – Η δε διάρκεια της ρητώς παρά του δικαστηρίου εις την ποινικήν απόφασιν διαταττομένη, δεν δύναται να είναι βραχυτέρα των εξ μηνών, ουδέ να υπερβαίνη τα έξ έτη».

  1. Προϊσχύσας ΠΚ/1951
  • Στην Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΠΚ 1924/1929 τονίζονταν για το θέμα τα εξής: «Αι ποιναί κατά της τιμής καίτοι απέβαλον τον χαρακτήρα και την σημασίαν ην είχον εν τω αρχαιοτέρω δικαίω ως αυτοτελείς ποιναί επαγόμεναι την ηθικήν εκμηδένισν του καταδίκου, παραμένουσιν ουχ ήττον και εν πάσαις ταις νεωτέραις νομοθεσίαις, περιορισθείσαι εις την αποστέρησιν του εγκληματίου αφ’ ωρισμένων δικαιωμάτων, ιδίως δ’ εκ του δημοσίου δικαίου πηγαζόντων, και προσηκόντων παντί πολίτη, πολιτικών δικαιωμάτων καλουμένων (droits civiques, Burgerliche Rechte). Αύτη δε επιβάλλεται ουχί ως κυρία ποινή αλλ’ ως συνέπεια άλλων ποινών (παρεπομένη ποινή).

Εν τω ισχύοντι ποινικώ νόμω τρία αναγράφονται είδη τοιούτων ποινών: α) η αποστέρησις του καταδίκου από των εν άρθροις 21-23 αναφερομένων δικαιωμάτων, β΄) η νόμιμος απαγόρευσις (άρθρ. 25) και γ΄) η δημοσίευσις της καταδικαστικής αποφάσεως (άρθρ. 28-29).

Περί της χρησιμότητος της πρώτης ουδεμία δύναται να γεννηθή αμφισβήτησις. Καθόσον ο διαπράξας έγκλημα, ούτινος αυτή και μόνη η τέλεσις άνευ της παρεμβάσεως του νόμου επιφέρει την απώλειαν ή την μείωσιν της τιμής, τουτέστι της εν τη κοινωνία εκτιμήσεως αυτού, δεν είνε δυνατόν να κρίνηται άξιος διά την εκπλήρωσιν δημοσίων λειτουργιών και την ενάσκησιν δικαιωμάτων, ήτις αναγκαίον έχει προϋπόθεσιν την ακεραίαν υπόληψιν του δικαιουμένου».

  • Με βάση τις παραπάνω σκέψεις διαμορφώθηκαν τα (ισχύοντα μέχρι την έναρξη εφαρμογής του νέου ΠΚ) άρθρα 59-66 του προϊσχύσαντα ΠΚ/1951, που οριοθετούσαν για την παρεπόμενη ποινή της αποστερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων το ακόλουθο κανονιστικό πλαίσιο:

«Άρθρο 59. — Αυτοδίκαιη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. 1. Η καταδίκη σε θανατική ποινή ή σε ισόβια κάθειρξη συνεπάγεται αυτοδικαίως τη διαρκή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασμένου. 

  1. Η καταδίκη σε κάθειρξη αόριστης διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 90 και επ. συνεπάγεται αυτοδικαίως τη δεκαετή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. 

Άρθρο 60. — Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε πρόσκαιρη κάθειρξη. Στις καταδίκες σε πρόσκαιρη κάθειρξη επιβάλλεται και πρόσκαιρη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για δύο έως δέκα έτη.

Άρθρο 61. — Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση. Όταν ο δράστης καταδικάζεται σε φυλάκιση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπει ειδικά ο νόμος, επιβάλλεται και αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για ένα έως πέντε έτη, αν: α) η ποινή που επιβλήθηκε είναι τουλάχιστον ενός έτους και β) η πράξη που έχει τελεσθεί, φανερώνει από τα αίτια, το είδος, τον τρόπο εκτέλεσής της και όλες τις άλλες περιστάσεις ηθική διαστροφή του χαρακτήρα του δράστη ή συντρέχει περίπτωση του άρθρου 81Α ΠΚ.

Άρθρο 62. — Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα. Όταν ο δράστης καταδικάζεται σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα βάσει του άρθρου 38, αν η πράξη είναι κακούργημα, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 60· αν η πράξη είναι πλημμέλημα, οι διατάξεις των άρθρων 61 και 64. 

Άρθρο 63. — Αποτέλεσμα της αποστέρησης. Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων έχει ως συνέπεια ότι εκείνος που καταδικάστηκε: 1) χάνει οριστικά τα αιρετά δημόσια, δημοτικά ή κοινοτικά αξιώματά του, τις δημόσιες, δημοτικές ή κοινοτικές θέσεις που κατείχε, κάθε βαθμό του στο στρατό, την ιδιότητα του δικηγόρου, καθώς επίσης και τις επίτιμες θέσεις και τα παράσημα· 2) δεν μπορεί να αποκτήσει τα παραπάνω, είτε διαρκώς, στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 59, είτε κατά το χρόνο που ορίζει ο νόμος ή η απόφαση, στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 59 και στις περιπτώσεις των άρθρων 60, 61 και 62· 3) δεν μπορεί, κατά τη διάκριση του προηγούμενου αριθμού: α) να ψηφίζει και να εκλέγεται στις πολιτικές, δημοτικές ή κοινοτικές εκλογές· β) να αποτελεί μέλος των ορκωτών δικαστηρίων και να διορίζεται πραγματογνώμονας από οποιαδήποτε δημόσια αρχή.

Άρθρο 64. — Μερική αποστέρηση σε περίπτωση φυλάκισης. Σε περίπτωση φυλάκισης το δικαστήριο μπορεί εφόσον υπάρχουν οι όροι του άρθρου 61, να επιβάλει μερική αποστέρηση ορισμένων από τα δικαιώματα που αναφέρονται στο άρθρο 63, αν από το είδος της πράξης και τις λοιπές περιστάσεις αποκλείεται το ενδεχόμενο να γίνει κατάχρηση των δικαιωμάτων που διατηρούνται. 

Άρθρο 65. — Υπολογισμός του χρόνου της αποστέρησης. 1. Το αποτέλεσμα της ολικής ή μερικής αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων αρχίζει μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη· η διάρκειά της υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία συμπληρώθηκε η έκτιση ή παραγράφηκε ή χαρίστηκε η στερητική της ελευθερίας ποινή, μαζί με την οποία είχε επιβληθεί η αποστέρηση. 

  1. Στην περίπτωση του άρθρου 105 παρ. 1 και 2, η διάρκεια υπολογίζεται από την επόμενη της προσωρινής απόλυσης από τις φυλακές. στις περιπτώσεις των άρθρων 71 και 72 από την επόμενη της απόλυσης του καταδίκου από το κατάστημα στο οποίο βρισκόταν. 

Άρθρο 66. — Αποκατάσταση. 1. Όποιος αποστερήθηκε τα πολιτικά δικαιώματα κατά τα άρθρα 59-65 μπορεί με αίτησή του να αποκατασταθεί σ’ αυτά από το δικαστήριο. Η αποκατάσταση, όταν η καταδίκη αφορά κάθειρξη ή θανατική ποινή που μετατράπηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας, μπορεί να γίνει μετά πέντε έτη· όταν αφορά φυλάκιση, μετά τρία έτη από τότε που εκτίθηκε, χαρίστηκε ή παραγράφηκε η ποινή ή, στις περιπτώσεις των άρθρων 71 και 72, από τότε που εκτίθηκε ή παραγράφηκε το μέτρο ασφάλειας. Για να χορηγηθεί η αποκατάσταση πρέπει να βεβαιωθεί ότι στο διάστημα αυτό ο αιτών έζησε έντιμη ζωή και εκπλήρωσε όσο μπορούσε τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από το έγκλημα και βεβαιώθηκαν δικαστικά. Αν η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων που προβλέπει το άρθρο 11 παρ. 1 επιβλήθηκε μετά την έκτιση ή την άφεση λόγω χάρης ή την παραγραφή της ποινής, η αποκατάσταση μπορεί να γίνει μετά τρία έτη από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η απόφαση του πλημμελειοδικείου η οποία είχε απαγγείλει την αποστέρηση. 

  1. Στην περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα η αποκατάσταση που προβλέπει η παρ. 1 μπορεί να χορηγηθεί μετά πέντε έτη, αν η πράξη είναι κακούργημα και μετά τρία έτη αν η πράξη είναι πλημμέλημα. 
  2. Αν η αίτηση για αποκατάσταση απορριφθεί, δεν μπορεί να επαναληφθεί πριν περάσουν δύο έτη.
  3. Η διαδικασία με την οποία χορηγείται η αποκατάσταση ρυθμίζεται στην ποινική δικονομία».
  • Το ως άνω κανονιστικό πλαίσιο εφαρμόσθηκε, καθόλη τη διάρκεια της ισχύος του, ακώλυτα από τη νομολογία των ποινικών μας δικαστηρίων. Στη θεωρία, πάντως, είδαν το φως της δημοσιότητας και απόψεις που δεν συμφωνούσαν με τη διατήρηση της εν λόγω ποινής. Έτσι: ο Γαρδίκας υποστήριζε (από το έτος 1958) ότι: «Η αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων συχνάκις παρακωλύει την αποκατάστασιν του καταδικασθέντος, ενίοτε μάλιστα καταστρέφει την επιτευχθείσαν αποκατάστασιν. Πρέπει να μεταρρυθμίσωμεν την αποστέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων εις μέτρον ασφαλείας. Η επιβολή τοιούτου μέτρου ουδέποτε θα είναι υποχρεωτική εις τον δικαστήν ουδέ θα έχη ως σκοπόν να επιτείνη την τιμωρίαν του τελεσθέντος εγκλήματος. Ο δικαστής θα διατάξη αυτήν, αν κατά τους όρους εκάστης περιπτώσεως και την προσωπικότητα του εγκληματήσαντος κρίνη ότι η ενάσκησις δικαιώματός τινος ή δικαιωμάτων τινών υπό του εκτίσαντος την κυρίαν ποινήν είναι επικίνδυνος εις την κοινωνίαν …». Εξάλλου, ήδη από το έτος 1978 ο Κατσαντώνης έγραφε (παραπέμποντας σε Γερμανούς ποινικολόγους που υποστήριζαν τις ίδιες θέσεις), ότι «η αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων, πλήττουσα δυσαναλόγως τον έχοντα ήδη εκτίσει την ποινήν αυτού δράστην και ουδένα δυναμένη να πραγματώση προληπτικόν σκοπόν, συνιστά εκφυλισμένην μορφήν ποινής, δι’ ο και ουδεμίαν έχει αύτη θέσιν εις ένα σύγχρονον Ποινικόν Κώδικα. Ορθώς ημφεσβητήθη η αξία της ποινής ταύτης και ετέθη ζήτημα καταργήσεώς της ήδη από της Αναγεννήσεως».
  1. Ο νέος ΠΚ/2019
  • Με το νέο ΠΚ (Ν 4619/2019) καταργήθηκε από τις παρεπόμενες ποινές η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και παραμένει η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων. Ειδικότερα, το άρθρο 60 του νέου ΠΚ ορίζει ότι:

«Άρθρο 60. – Αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων. 1. Αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει αποστέρηση της δημόσιας θέσης ή του δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος που κατέχει, εφόσον η πράξη του συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του.

  1. Η αποστέρηση επέρχεται μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη».
  • Στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ και δη στα άρθρα 59 και 60 τονίζονται τα εξής:

«Ως παρεπόμενες ποινές ορίζονται στο άρθρο 59 η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων, η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, η αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου, η δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης και η δήμευση. Η ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων καταργείται, γιατί κρίθηκε πλέον ως παρωχημένη. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το δικαίωμα του εκλέγειν στις βουλευτικές εκλογές το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στην εκλογική νομοθεσία και η καταδίκη για τα ίδια αυτά εγκλήματα αποτελεί ταυτόχρονα κώλυμα εκλογιμότητας, σύμφωνα με το άρθρο 55 Συντάγματος. Ανάλογα ισχύουν και για τη συμμετοχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές ή για την άσκηση οποιουδήποτε άλλου πολιτικού δικαιώματος. Παρέλκει επομένως οποιαδήποτε άλλη σχετική πρόβλεψη. – Η διάταξη του άρθρου 60 αναφέρεται στην αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων, η οποία προβλέπεται ως παρεπόμενη ποινή μόνο για τα κακουργήματα και μόνο όταν το δικαστήριο έχει επιβάλει γι’ αυτά την ποινή της κάθειρξης. Ο περιορισμός αυτός οφείλεται στο γεγονός ότι οι συνέπειες της παρεπόμενης ποινής είναι ιδιαίτερα σοβαρές για τον καταδικασθέντα και φυσικά μόνιμες, καθώς χάνει οριστικά τη θέση που κατείχε είτε πρόκειται για δημόσια θέση είτε για δημόσιο ή αυτοδιοικητικό αξίωμα είτε τέλος για την ιδιότητα του δικηγόρου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο προβλέπεται ως επιπλέον προϋπόθεση για την επιβολή της συγκεκριμένης ποινής το να συνιστά η πράξη βαριά παράβαση των καθηκόντων του υπαιτίου, ενώ προβλέπεται ακόμη ότι η αποστέρηση αρχίζει μόνο όταν η απόφαση γίνει αμετάκλητη».

  • Εκείνο, πάντως, που πρέπει να τονιστεί είναι, με ό,τι τούτα σημαίνουν, από τη μια η δυνητικότητα της επιβολής της ποινής, από την άλλη η αναγωγή σε προϋπόθεση το να συνιστά η πράξη βαριά παράβαση των καθηκόντων του δράστη και εκ τρίτου ο περιορισμός των αποδεκτών της στους κατόχους δημόσιων θέσεων ή δημόσιων ή αυτοδιοικητικών αξιωμάτων.
  1. Αποτίμηση νέου καθεστώτος

Μια πρώτη (αντιπαραθετική προς το προϊσχύσαν) επαφή με το νέο καθεστώς, επιτρέπει τη διατύπωση των ακόλουθων, βάσιμων κατά την εκτίμησή μας, παρατηρήσεων:

  • Η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν τω όντι απαρχαιωμένη και σωστά ως τέτοια καταργήθηκε, πράγμα άλλωστε που έκαναν ξένες νομοθεσίες, υιοθετούσαν τα προηγούμενα ΣχΠΚ και υποδείκνυε μέρος της επιστήμης. Την κατάργηση επέβαλε και η διαπίστωση ότι κάποιες από τις συνέπειές της λειτουργούν, όντας δυσανάλογο πλήγμα, ανασχετικά στην πορεία επανακοινωνικοποιήσεως του καταδικασθέντος.
  • Η αναγωγή σε υποκατάστατη παρεπόμενη ποινή ενός μόνον από τα επακόλουθα της παλαιάς αποστερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων, δηλαδή της στερήσεως δημόσιων θέσεων ή αξιωμάτων δημόσιων ή αυτοδιοικητικών, φαίνεται εκτεθειμένη στην αντίρρηση να θεωρηθεί επιλογή υπερβαλλόντως στενή και περιορισμένη, προεχόντως γιατί αφήνει έξω αφενός μεν την αδυναμία αποκτήσεώς τους και ασκήσεως του εκλογικού δικαιώματος αφετέρου δε τη δυνατότητα καταφάσεως κωλύματος εκλογιμότητας. Ωστόσο, μια τέτοια αντίρρηση δεν θα ήταν βάσιμη. Ο Ποινικός Κώδικας όρισε ως παρεπόμενη ποινή τη στέρηση των κατεχόμενων θέσεων και αξιωμάτων και η επιλογή αυτή και θεμιτή είναι στα πλαίσια της κανονιστικής ευχέρειας του κοινού νομοθέτη και συμβατή εμφανίζεται με τη φύση, τον προορισμό και τις επιδιώξεις της ποινής – κύριας ή παρεπόμενης. Οι λοιπές συνέπειες της πάλαι ποτέ στερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων (= αδυναμία αποκτήσεως θέσεων και αξιωμάτων ή ασκήσεως κάποιων δικαιωμάτων) απλώς δεν αξιολογήθηκαν, και ορθά, ως παρεπόμενες ποινές, αποδεσμευθείσας έτσι της επελεύσεώς τους από τους περιορισμούς της ποινής. Η ποινική καταδίκη διαμορφώνει για τον καταδικασθέντα ένα (νομικό και κοινωνικό) status, το οποίο αφέθηκε να εκτιμηθεί από τον ειδικό νομοθέτη, σε όποιες περιοχές ύλης κριθεί αναγκαίο, με την εισαγωγή κωλυμάτων καταλήψεως θέσεων ή αδυναμίας ασκήσεως δικαιωμάτων.
  • Η αμέσως παραπάνω προσέγγιση του νέου Ποινικού Κώδικα δυσχερώς μπορεί να επικριθεί, αφού: εξορθολογίζει το σύστημα των παρεπόμενων ποινών – περιορίζει την έκταση των τελευταίων σε όρια συμβατά με την αρχή της αναλογικότητας – μεταθέτει στο φυσικό του χώρο το ζήτημα της (συνολικής) αξιολογήσεως του status που η ποινική καταδίκη διαμορφώνει – η αρνητική αξιολόγηση του ειδικού νομοθέτη δεν δημιουργεί προβλήματα αρμονίας προς αυξημένης τυπικής ισχύος ρυθμίσεις όσο μια τέτοιου είδους αξιολόγηση αποτυπώνεται όχι ως ποινή (: κύρια ή παρεπόμενη) αλλά ως κώλυμα ή αδυναμία. Εκείνο που απομένει είναι η εγρήγορση του ειδικού νομοθέτη να καλύψει, όπου χρειάζεται, κανονιστικά τυχόν ρυθμιστικά κενά.
  • Τούτο το δογματικό σχήμα, αποτέλεσμα (και) ρητά εκφρασμένης εκτιμήσεως για αντιμετώπιση των λοιπών ζητημάτων με αντίστοιχες διατάξεις των οικείων ενδίκων νόμων, εγείρει δύο, χρήζουσες διευκρίνιση, επιφυλάξεις, ήτοι ότι: υποεκτιμά από τη μια τον παιδαγωγικό χαρακτήρα και την κανονιστική ασφάλεια που η γενικής υφής ρύθμιση εξασφαλίζει και από την άλλη το όχι απολύτως ευκρινές νόημα που εκπέμπεται από τη μεταβατική πρόβλεψη του άρθρου 465 παρ. 3 του ΠΚ. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες επιφυλάξεις δεν φαίνεται πως αποτελούν ανασχετικούς της γενόμενης επιλογής παράγοντες. Και αυτό, επειδή: Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας ενός κανονιστικού πλαισίου είναι υποταγμένος στη φύση και την ιδιορρυθμία της ρυθμιζόμενης ύλης, ενώ η κανονιστική ασφάλεια ούτε με την κανονιστική «ραθυμία» ταυτίζεται ούτε τους κανόνες της ορθής νομοθέτησης μπορεί να θυσιάζει. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι την ανασφάλεια δικαίου και τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών στο Δίκαιο δημιουργούν οι κακότεχνοι ποινικοί νόμοι και όχι οι νόμοι που προδίδουν ότι ο οικείος νομοθέτης έχει συλλάβει επακριβώς το περιεχόμενο και τα όρια του αντικειμένου της τυποποιήσεως.

Εξάλλου, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 463 παρ. 5 του νέου ΠΚ – ορίζοντας ότι «από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα καταργούνται όλες οι διατάξεις που περιέχονται σε ειδικούς νόμους με τις οποίες καθορίζονται παρεπόμενες ποινές ή άλλες συνέπειες που καταργούνται με αυτόν» – δεν μπορεί παρά να σημαίνει, κατά την αναφορά του εδώ ερευνώμενου προβλήματος, την κατάργηση των διατάξεων ειδικών (οποιουδήποτε περιεχομένου) νόμων που προέβλεπαν, ως παρεπόμενη ποινή ή κώλυμα, την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (ή άλλων συνεπειών).

  • Οι, πέρα από το άρθρο 60 ΠΚ, περιεχόμενες στο Ειδικό Μέρος του ΠΚ ειδικές προβλέψεις δικαιολογούνται από τον εξαιρετικό τους χαρακτήρα και τη συμβολική τους λειτουργία. Αναγκαία, πάντως, παρουσιάζεται σε τούτη την περιοχή η προσεκτική έρευνα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν έμειναν, και μάλιστα κατά παράβαση των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, έξω από τις εξαιρετικές προβλέψεις ζητήματα που έπρεπε να έχουν συμπεριληφθεί σ’ αυτές.
  • Τελευταία και πιο επίκαιρη παρατήρηση: Τα καταδικασθέντα με ποινή καθείρξεως μέλη της Χρυσής Αυγής δεν θα είχαν με την εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση κώλυμα εκλογιμότητας ούτε με τον παλαιό ούτε με το νέο Κώδικα· και αυτό γιατί και οι δύο Κώδικες την οποιαδήποτε συνέπεια της ποινικής καταδίκης την τοποθετούν στο αμετάκλητο της αποφάσεως. Με το αμετάκλητο της αποφάσεως με τον παλαιό Κώδικα θα υπήρχε κώλυμα εκλογιμότητας, ενώ με το νέο Κώδικα όχι αφού ο τελευταίος άφησε το θέμα για ρύθμιση στον αντίστοιχο εκλογικό νόμο – ρύθμιση που οφείλει να συντελεστεί μέχρις ότου η απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

Του Λάμπρου Χ. Μαργαρίτη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Προέδρου διαρκούς νομοπαρασκευαστικής επιτροπής

*Προδημοσίευση από το ποινικό περιοδικό «ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», Τεύχος 12, 2020.

Πηγή: dikastiko.gr